- κρανιοσκόπος
- ο, ηανθρωπολόγος που μελετά τα χαρακτηριστικά τού κρανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopist < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek